σαλληλόμορφα

σαλληλόμορφα
τα, Ν
βιολ. πολλαπλή σειρά αλληλομόρφων που ρυθμίζει τις αντιδράσεις ασυμβατότητας σε ορισμένα είδη φυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”